- αναθυμίζω
- μετ. напоминать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναθυμίζω — και μσν. νεοελλ. –θυμώ μεσ. αναθυμίζομαι και θυμάμαι και θυμούμαι ή θυμιέμαι 1. υπενθυμίζω, θυμίζω κάτι σε κάποιον 2. (ιδίως το μέσο), φέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι, αναπολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θυμίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναθύμισμα, αναθυμιστικός] … Dictionary of Greek
αναθυμίζω — ισα, μτβ., υπενθυμίζω: Μου αναθύμισε πως αύριο το πρωί πρέπει να πάμε στο συμβολαιογράφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναθυμώ — ἀναθυμῶ ( έω) (Μ) βλ. αναθυμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνεθύμισα, αόρ. τού ρ. ἀναθυμίζω, που συνέπιπτε με τον αόρ. ησα ρημάτων σε ῶ (πρβλ. ἐπεθύμησα ἐπιθυμῶ)] … Dictionary of Greek
αναθυμούμαι — ( έομαι) βλ. αναθυμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θυμούμαι] … Dictionary of Greek
αναθύμισμα — το [αναθυμίζω] αναπόληση, ανάμνηση … Dictionary of Greek